διευθυνόμενος

διευθυνόμενος
διευθῡνόμενος , διευθύνω
make
pres part mp masc nom sg
διευθῡνόμενος , διευθύνω
make
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …   Dictionary of Greek

  • Σαν Φρανσίσκο — (Sao Francisco). Ποταμός της ανατολικής Βραζιλίας, που εκβάλλει στον Ατλαντικό. Σχηματίζεται από διάφορους πηγαίους κλάδους στο νοτιοκεντρικό τμήμα του υψιπέδου· από εκεί διαρρέει, διευθυνόμενος προς τα Β, τις ομόσπονδες Πολιτείες Μίνας Ζεράις… …   Dictionary of Greek

  • Σκλάβων, Λίμνη των- — (ή Μεγάλη Λίμνη των Δούλων, αγγλικά Great Slave Lake = Μεγάλη Λίμνη των Σκλάβων). Λιμναία λεκάνη του κεντροδυτικού Καναδά στα Βορειοδυτικά Εδάφη, μια από τις πιο εκτεταμένες (28 438 τ. χλμ.) της Βόρειας Αμερικής. Έχει σχήμα πολύ επίμηκες (480 χλμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”